Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαλής
προαλίζω
προαλίσκομαι
προαλιώτης
προαλλάσσομαι
προάλλομαι
προαμαρτάνω
προαμβολή
προαμείβομαι
προαμέλγω
προαμεύω
προαμυνομαι
πρόαν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
View word page
προαμεύω
προᾰμ-εύω, Dor. for προαμείβω, Hsch.; also προᾰμ-ευτής· ἐργάτης προηγούμενος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαμεύω
Headword (normalized):
προαμεύω
Headword (normalized/stripped):
προαμευω
IDX:
86481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προᾰμ-εύω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προαμείβω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; also <span class="orth greek">προᾰμ-ευτής·</span> <span class="foreign greek">ἐργάτης προηγούμενος,</span> Id.</div><br><br>'}