Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προακτός
προαλγέω
προαλείφω
προαλής
προαλίζω
προαλίσκομαι
προαλιώτης
προαλλάσσομαι
προάλλομαι
προαμαρτάνω
προαμβολή
προαμείβομαι
προαμέλγω
προαμεύω
προαμυνομαι
πρόαν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
View word page
προαμβολή
προαμβολή,
A). v. προαναβολή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαμβολή
Headword (normalized):
προαμβολή
Headword (normalized/stripped):
προαμβολη
IDX:
86478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαμβολή</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προαναβολή.</span> </div> </div><br><br>'}