Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προακροβολίζομαι
προακτέον
προακτικός
προακτός
προαλγέω
προαλείφω
προαλής
προαλίζω
προαλίσκομαι
προαλιώτης
προαλλάσσομαι
προάλλομαι
προαμαρτάνω
προαμβολή
προαμείβομαι
προαμέλγω
προαμεύω
προαμυνομαι
πρόαν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
View word page
προαλλάσσομαι
προαλλάσσομαι,
A). gloss on προαμείψασθαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαλλάσσομαι
Headword (normalized):
προαλλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
προαλλασσομαι
IDX:
86475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαλλάσσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">προαμείψασθαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}