Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
προακονάω
προακοντίζομαι
προακούω
προακροβολίζομαι
προακτέον
προακτικός
προακτός
προαλγέω
προαλείφω
προαλής
προαλίζω
προαλίσκομαι
προαλιώτης
προαλλάσσομαι
προάλλομαι
προαμαρτάνω
View word page
προακτικός
προακτ-ικός, , όν,(προάγω, intr.)
A). progressive, Hsch.


ShortDef

progressive

Debugging

Headword:
προακτικός
Headword (normalized):
προακτικός
Headword (normalized/stripped):
προακτικος
IDX:
86467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86468
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προακτ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>,(<span class="foreign greek">προάγω,</span> intr.) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">progressive,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}