Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προαισυμνάω
προαιτέω
προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
προακονάω
προακοντίζομαι
προακούω
προακροβολίζομαι
προακτέον
προακτικός
προακτός
View word page
προαιτιάομαι
προαιτιάομαι,
A). accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom. 3.9 .


ShortDef

to accuse beforehand

Debugging

Headword:
προαιτιάομαι
Headword (normalized):
προαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
προαιτιαομαι
IDX:
86458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαιτιάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accuse beforehand,</span> <span class="quote greek">τινὰ εἶναι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg006.perseus-grc1:3:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg006.perseus-grc1:3.9/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.Rom.</span> 3.9 </a> .</div> </div><br><br>'}