Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προαισυμνάω
προαιτέω
προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
προακονάω
προακοντίζομαι
προακούω
View word page
προαίσθησις
προαίσθ-ησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
presentiment,
Plu.
2.127d
(pl.).
ShortDef
presentiment
Debugging
Headword:
προαίσθησις
Headword (normalized):
προαίσθησις
Headword (normalized/stripped):
προαισθησις
IDX:
86454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86455
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαίσθ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">presentiment,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.127d </span>(pl.).</div> </div><br><br>'}