Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθλέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαθύροντες
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
View word page
πρόαιθρον
πρόαιθρον, τό,
A). vestibule of a courtyard, PFlor. 56.14 (iii A.D.).


ShortDef

vestibule of a courtyard

Debugging

Headword:
πρόαιθρον
Headword (normalized):
πρόαιθρον
Headword (normalized/stripped):
προαιθρον
IDX:
86443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86444
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόαιθρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vestibule of a courtyard,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFlor.</span> 56.14 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}