Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθλέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαθύροντες
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
View word page
προαθύροντες
προαθύροντες
(leg.
προς-
):
προσπαίζοντες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προαθύροντες
Headword (normalized):
προαθύροντες
Headword (normalized/stripped):
προαθυροντες
IDX:
86441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86442
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαθύροντες</span> (leg. <span class="orth greek">προς-</span>): <span class="foreign greek">προσπαίζοντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}