Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαγοράζω
προαγορανομέω
προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγορέω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύς
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
View word page
προαγρέω
προαγρέω, Aeol. for προαιρέω, pf. part. Med.
A). προαγρήμμενος having decided, IGRom. 4.1302.6 (Cyme, i B.C. /i A.D.).


ShortDef

having decided

Debugging

Headword:
προαγρέω
Headword (normalized):
προαγρέω
Headword (normalized/stripped):
προαγρεω
IDX:
86420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαγρέω</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">προαιρέω,</span> pf. part. Med. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">προαγρήμμενος</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having decided,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IGRom.</span> 4.1302.6 </span> (Cyme, i B.C. /i A.D.).</div> </div><br><br>'}