Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προάγνυμι
προαγοράζω
προαγορανομέω
προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγορέω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύς
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
View word page
προαγορέω
προᾱγορέω
, Dor. for
προηγορέω,
IG
14.952
(Agrigentum).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προαγορέω
Headword (normalized):
προαγορέω
Headword (normalized/stripped):
προαγορεω
IDX:
86419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86420
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προᾱγορέω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προηγορέω,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.952 </span> (Agrigentum).</div><br><br>'}