Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνηλής
ἀνηλιάζω
ἀνήλικος
ἀνηλιοδείκτης
ἀνήλιος
ἀνηλιποκαιβλεπέλαιος
ἀνήλιπος
ἀνηλιφής
ἀνήλυσις
ἀνήλωμα
ἀνηλωτικός
ἀνήλωτος
ἀνήμελκτος
ἀνήμερος
ἀνημερότης
ἀνημερόω
ἀνημέρωτος
ἀνήμετος
ἀνήμυκτος
ἀνήνασθαι
ἀνηνεμέω
View word page
ἀνηλωτικός
ἀνηλ-ωτικός
,
ή
,
όν
,
A).
=
ἀναλ-
,
PLond.
2.265.10
(i A. D.);
ἀ. μέτρον
PPetr.
3p.317
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνηλωτικός
Headword (normalized):
ἀνηλωτικός
Headword (normalized/stripped):
ανηλωτικος
IDX:
8641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8642
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνηλ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναλ-</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 2.265.10 </span> (i A. D.); <span class="quote greek">ἀ. μέτρον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.317 </span> .</div> </div><br><br>'}