Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριέλαιος
ἀγριεύς
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγρικός
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
View word page
ἀγριόβουλος
ἀγριό-βουλος, ον,
A). wild of purpose, Adam. 1.18 .


ShortDef

wild of purpose

Debugging

Headword:
ἀγριόβουλος
Headword (normalized):
ἀγριόβουλος
Headword (normalized/stripped):
αγριοβουλος
IDX:
863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριό-βουλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wild of purpose</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 1.18 </span>.</div> </div><br><br>'}