Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω1
πρίω2
πρίωμα
πρίων1
πρίων2
πρίωσις
πρό
προαγγελία
προαγγέλλω
προάγγελμα
προάγγελος
προάγγελσις
προαγεύων
View word page
πρίωμα
πρίωμα, ατος, τό,
A). = πρίσμα , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρίωμα
Headword (normalized):
πρίωμα
Headword (normalized/stripped):
πριωμα
IDX:
86394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρίωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρίσμα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}