Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρισμάτιον
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω1
πρίω2
πρίωμα
πρίων1
πρίων2
πρίωσις
πρό
προαγγελία
προαγγέλλω
προάγγελμα
προάγγελος
View word page
πρίω1
πρίω, imper. of ἐπριάμην,
A). v. Πρίαμαι.


ShortDef

to saw

Debugging

Headword:
πρίω1
Headword (normalized):
πρίω
Headword (normalized/stripped):
πριω1
IDX:
86392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρίω</span>, imper. of <span class="foreign greek">ἐπριάμην,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Πρίαμαι.</span> </div> </div><br><br>'}