Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνηλέητος
ἀνήλειπτος
ἀνηλειψία
ἀνηλής
ἀνηλιάζω
ἀνήλικος
ἀνηλιοδείκτης
ἀνήλιος
ἀνηλιποκαιβλεπέλαιος
ἀνήλιπος
ἀνηλιφής
ἀνήλυσις
ἀνήλωμα
ἀνηλωτικός
ἀνήλωτος
ἀνήμελκτος
ἀνήμερος
ἀνημερότης
ἀνημερόω
ἀνημέρωτος
ἀνήμετος
View word page
ἀνηλιφής
ἀνηλῐφής
,
ές
,
A).
=
ἀνήλειπτος
,
Suid.
:
ἀνήλῐφος
,
ον
, v.
ἀνήλειπτος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνηλιφής
Headword (normalized):
ἀνηλιφής
Headword (normalized/stripped):
ανηλιφης
IDX:
8638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8639
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνηλῐφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνήλειπτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>: <span class="orth greek">ἀνήλῐφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, v. <span class="ref greek">ἀνήλειπτος.</span> </div> </div><br><br>'}