Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πριόνιον
πριονῖτις
πριονώδης
πριονωτός
πριόω
πρισγεῖες
πρῖσις
πρίσμα
πρισμάτιον
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω1
πρίω2
πρίωμα
View word page
πρισμός
πρις-μός
,
ὁ
,
A).
gripping tightly,
Hsch.
(pl.).
ShortDef
gripping tightly
Debugging
Headword:
πρισμός
Headword (normalized):
πρισμός
Headword (normalized/stripped):
πρισμος
IDX:
86384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86385
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρις-μός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gripping tightly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}