Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρινόκοκκα
πρινοκόπος
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριόνιον
πριονῖτις
πριονώδης
πριονωτός
πριόω
πρισγεῖες
πρῖσις
πρίσμα
πρισμάτιον
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
View word page
πρισγεῖες
πρισγεῖες,
A). v. πρεσβεύς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρισγεῖες
Headword (normalized):
πρισγεῖες
Headword (normalized/stripped):
πρισγειες
IDX:
86379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86380
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρισγεῖες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρεσβεύς.</span> </div> </div><br><br>'}