Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πριέπιος
Πρίεπος
πρίζω
πριμάς
πρίν
πρίνη
πρινίδιον
πρίνινος
πρινοβάλανος
πρινόκοκκα
πρινοκόπος
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριόνιον
πριονῖτις
πριονώδης
πριονωτός
πριόω
πρισγεῖες
πρῖσις
View word page
πρινοκόπος
πρινοκόπος· κοπῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρινοκόπος
Headword (normalized):
πρινοκόπος
Headword (normalized/stripped):
πρινοκοπος
IDX:
86370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρινοκόπος·</span> <span class="foreign greek">κοπῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}