πρίνινος
πρῑ/ν-ῐνος, η, ον,
A). made from the πρῖνος, γύης Op. 429 ; ἄνθρακες Ach. 668 ; αἱ πρίνιναι (sc. βάλανοι) ; 1.106.2 π. ὕλη ; 49.3.1 μύκητες π. fungi that grow under the ilex, , cf. 227.11 An.Ox. 3.231 .
2). metaph., oaken, i.e. tough, sturdy, γέροντες Ach. 180 ; τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ π. ἦθος V. 877 ; ἀθληταί Hist.Conscr. 8 , cf. AP 7.37 ( ) (rejected by in favour of φήγινος for reasons of euphony, acc. to Po. 2.9 ).