Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πριβατάριος
πρίγιστος
πρίγκιπες
Πριέπιος
Πρίεπος
πρίζω
πριμάς
πρίν
πρίνη
πρινίδιον
πρίνινος
πρινοβάλανος
πρινόκοκκα
πρινοκόπος
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
View word page
πριμάς
πριμάς, άδος, ,
A). v. πρημνάς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πριμάς
Headword (normalized):
πριμάς
Headword (normalized/stripped):
πριμας
IDX:
86363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86364
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πριμάς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρημνάς.</span> </div> </div><br><br>'}