Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πριβατάριος
πρίγιστος
πρίγκιπες
Πριέπιος
Πρίεπος
πρίζω
πριμάς
πρίν
πρίνη
πρινίδιον
πρίνινος
πρινοβάλανος
πρινόκοκκα
πρινοκόπος
πρῖνος
View word page
Πρίεπος
Πρίεπος,
A). v. Πίαπος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Πρίεπος
Headword (normalized):
πρίεπος
Headword (normalized/stripped):
πριεπος
IDX:
86361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Πρίεπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Πίαπος.</span> </div> </div><br><br>'}