Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πριάπειος
Πριαπήϊον
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πριβατάριος
πρίγιστος
πρίγκιπες
Πριέπιος
Πρίεπος
πρίζω
πριμάς
πρίν
πρίνη
πρινίδιον
πρίνινος
πρινοβάλανος
View word page
πρίγιστος
πρίγιστος,
A). v. πρεῖγυς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρίγιστος
Headword (normalized):
πρίγιστος
Headword (normalized/stripped):
πριγιστος
IDX:
86358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρίγιστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρεῖγυς.</span> </div> </div><br><br>'}