Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρηΰγελως
πρῆχμα
πρηών
πρίαμαι
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπήϊον
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πριβατάριος
πρίγιστος
πρίγκιπες
Πριέπιος
Πρίεπος
πρίζω
View word page
Πριαπισκωτός
Πρῐαπ-ισκωτός, , όν,
A). shaped like the membrum virile, μοτός Gal. 14.795 .


ShortDef

shaped like the membrum virile

Debugging

Headword:
Πριαπισκωτός
Headword (normalized):
πριαπισκωτός
Headword (normalized/stripped):
πριαπισκωτος
IDX:
86352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86353
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Πρῐαπ-ισκωτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shaped like the membrum virile,</span> <span class="quote greek">μοτός</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.795 </span> .</div> </div><br><br>'}