Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνήλατος
ἀνηλεγής
ἀνηλεήμων
ἀνηλεής
ἀνηλέητος
ἀνήλειπτος
ἀνηλειψία
ἀνηλής
ἀνηλιάζω
ἀνήλικος
ἀνηλιοδείκτης
ἀνήλιος
ἀνηλιποκαιβλεπέλαιος
ἀνήλιπος
ἀνηλιφής
ἀνήλυσις
ἀνήλωμα
ἀνηλωτικός
ἀνήλωτος
ἀνήμελκτος
ἀνήμερος
View word page
ἀνηλιοδείκτης
ἀνηλιοδείκτης
,
ου
,
ὁ
, dub. sens. in
PMag.Par.
1.1374
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνηλιοδείκτης
Headword (normalized):
ἀνηλιοδείκτης
Headword (normalized/stripped):
ανηλιοδεικτης
IDX:
8634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8635
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνηλιοδείκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1374 </span>.</div><br><br>'}