Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρησμονή
πρήσσω
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρηστικός
πρῆστις
πρητήν
πρητήριον
πρηΰγελως
πρῆχμα
πρηών
πρίαμαι
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπήϊον
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
View word page
πρῆχμα
πρῆχμα,
A). v. πρᾶγμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρῆχμα
Headword (normalized):
πρῆχμα
Headword (normalized/stripped):
πρηχμα
IDX:
86343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86344
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρῆχμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρᾶγμα.</span> </div> </div><br><br>'}