Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρῆσμα
πρησμονή
πρήσσω
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρηστικός
πρῆστις
πρητήν
πρητήριον
πρηΰγελως
πρῆχμα
πρηών
πρίαμαι
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπήϊον
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
View word page
πρηΰγελως
πρηΰ-γελως, κτλ.,
A). v. πραϋ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρηΰγελως
Headword (normalized):
πρηΰγελως
Headword (normalized/stripped):
πρηυγελως
IDX:
86342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρηΰ-γελως</span>, <span class="foreign greek">κτλ.,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πραϋ-.</span> </div> </div><br><br>'}