Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρῆσις
πρῆσμα
πρησμονή
πρήσσω
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρηστικός
πρῆστις
πρητήν
πρητήριον
πρηΰγελως
πρῆχμα
πρηών
πρίαμαι
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπήϊον
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
View word page
πρητήριον
πρητήριον,
A). v. πρατήριον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρητήριον
Headword (normalized):
πρητήριον
Headword (normalized/stripped):
πρητηριον
IDX:
86341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρητήριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρατήριον.</span> </div> </div><br><br>'}