Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρηροσία
πρῆσις
πρῆσις
πρῆσμα
πρησμονή
πρήσσω
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρηστικός
πρῆστις
πρητήν
πρητήριον
πρηΰγελως
πρῆχμα
πρηών
πρίαμαι
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπήϊον
View word page
πρῆστις
πρῆστις, ,
A). v. πρίστις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρῆστις
Headword (normalized):
πρῆστις
Headword (normalized/stripped):
πρηστις
IDX:
86339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρῆστις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρίστις.</span> </div> </div><br><br>'}