Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρηξών
πρηροσία
πρῆσις
πρῆσις
πρῆσμα
πρησμονή
πρήσσω
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρηστικός
πρῆστις
πρητήν
πρητήριον
πρηΰγελως
πρῆχμα
πρηών
πρίαμαι
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
View word page
πρηστικός
πρηστικός, , όν,
A). = ἐμφυσητικός , Hp. ap. Gal. 19.132 ( Sup.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρηστικός
Headword (normalized):
πρηστικός
Headword (normalized/stripped):
πρηστικος
IDX:
86338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρηστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐμφυσητικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.132 </span> ( Sup.).</div> </div><br><br>'}