Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρῆξαι
πρηξών
πρηροσία
πρῆσις
πρῆσις
πρῆσμα
πρησμονή
πρήσσω
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρηστικός
πρῆστις
πρητήν
πρητήριον
πρηΰγελως
πρῆχμα
πρηών
View word page
πρήσσω
πρήσσω,
A). v. πράσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρήσσω
Headword (normalized):
πρήσσω
Headword (normalized/stripped):
πρησσω
IDX:
86334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρήσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πράσσω.</span> </div> </div><br><br>'}