Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρηδών
πρηθῆναι
πρῆθμα
πρήθω
πρήϊον
πρῆμα2
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρῆξαι
πρηξών
πρηροσία
πρῆσις
πρῆσις
πρῆσμα
πρησμονή
πρήσσω
πρηστήρ
πρηστηριάζω
View word page
πρηνής
πρην-ής, πρην-ίξω,
A). v. πρανής, -ίξω.


ShortDef

with the face downwards, head-foremost (LSJ πρανής)

Debugging

Headword:
πρηνής
Headword (normalized):
πρηνής
Headword (normalized/stripped):
πρηνης
IDX:
86326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86327
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρην-ής</span>, <span class="orth greek">πρην-ίξω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρανής, -ίξω.</span> </div> </div><br><br>'}