Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρηγιστεύω
πρήγιστος
πρῆγμα
πρῆμά1
πρηγορεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρηθῆναι
πρῆθμα
πρήθω
πρήϊον
πρῆμα2
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρῆξαι
πρηξών
πρηροσία
πρῆσις
View word page
πρήϊον
πρήϊον· πρότερον, Hsch. πρηκτήρ, πρήκτης, πρηκτός,
A). v. πρακτήρ, πράκτης, πρακτός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρήϊον
Headword (normalized):
πρήϊον
Headword (normalized/stripped):
πρηιον
IDX:
86320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86321
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρήϊον·</span> <span class="foreign greek">πρότερον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">πρηκτήρ</span>, <span class="orth greek">πρήκτης</span>, <span class="orth greek">πρηκτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρακτήρ, πράκτης, πρακτός.</span> </div> </div><br><br>'}