Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρευμενής
πρεών
πρηγιστεύω
πρήγιστος
πρῆγμα
πρῆμά1
πρηγορεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρηθῆναι
πρῆθμα
πρήθω
πρήϊον
πρῆμα2
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρῆξαι
πρηξών
View word page
πρῆθμα
πρῆθμα·
πολύποδος κεφαλή· ἔνιοι πλεκτάνη,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρῆθμα
Headword (normalized):
πρῆθμα
Headword (normalized/stripped):
πρηθμα
IDX:
86318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86319
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρῆθμα·</span> <span class="foreign greek">πολύποδος κεφαλή· ἔνιοι πλεκτάνη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}