Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρεσβύτης
πρεσβϋτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρεσγέα
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγιστεύω
πρήγιστος
πρῆγμα
πρῆμά1
πρηγορεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρηθῆναι
πρῆθμα
πρήθω
πρήϊον
πρῆμα2
View word page
πρήγιστος
πρήγιστος (v. πρεῖγυς,), GDI 3742.4 (Cos).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρήγιστος
Headword (normalized):
πρήγιστος
Headword (normalized/stripped):
πρηγιστος
IDX:
86311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86312
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρήγιστος</span> (v. <span class="foreign greek">πρεῖγυς,</span>), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 3742.4 </span> (Cos).</div><br><br>'}