Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρεσβύτης
πρεσβύτης
πρεσβϋτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρεσγέα
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγιστεύω
πρήγιστος
πρῆγμα
πρῆμά1
πρηγορεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρηθῆναι
πρῆθμα
πρήθω
πρήϊον
View word page
πρηγιστεύω
πρηγιστεύω,
A). hold office of


ShortDef

hold office ofπρήγιστος

Debugging

Headword:
πρηγιστεύω
Headword (normalized):
πρηγιστεύω
Headword (normalized/stripped):
πρηγιστευω
IDX:
86310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86311
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρηγιστεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hold office of</span> </div> </div><br><br>'}