Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρέσβος
πρεσβυγένεθλος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρεσβυγονία
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης
πρεσβϋτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρεσγέα
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγιστεύω
πρήγιστος
πρῆγμα
πρῆμά1
View word page
πρεσβῦτις
πρεσβ-ῦτις
,
ιδος
, fem. of
πρεσβύτης
(q. v.).
ShortDef
an aged woman
Debugging
Headword:
πρεσβῦτις
Headword (normalized):
πρεσβῦτις
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυτις
IDX:
86303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86304
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρεσβ-ῦτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, fem. of <span class="foreign greek">πρεσβύτης</span> (q. v.).</div><br><br>'}