πρεσβϋτικός
πρεσβ-ϋτικός, ή, όν,
A). like an old man, elderly, ὄχλος Pl. 787 ; κακὰ π. the evils of age, ib. 270 , cf. VH 2.34 (vulg. πρεσβυτιδίου) ; ἕλκη Eup. 1.172 ; ἄδουσαι μέλος π. Ec. 278 ; παιδιά Lg. 685a ; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. EN 1158a2 ; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. Fab. 25 : Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν Ep. 4.13 . Adv. -κῶς Thes. 14 .
II). πρεσβυτικόν, hall of the elders, senate-house, (Didyma), 7.60 Sardis 7(1).8.72 .