Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πράως
πρείγα
πρειγεία
πρειγευτάς
πρειγεύω
πρειγήϊα1
πρειγηΐα2
πρεῖγυς
πρεμνιάζω
πρεμνίζω
πρέμνιον
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρέμνος
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβᾰ
View word page
πρέμνιον
πρέμν-ιον, τό, Dim. of πρέμνον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρέμνιον
Headword (normalized):
πρέμνιον
Headword (normalized/stripped):
πρεμνιον
IDX:
86262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρέμν-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">πρέμνον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}