Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραΰτοκος
πραΰτροπος
πράως
πρείγα
πρειγεία
πρειγευτάς
πρειγεύω
πρειγήϊα1
πρειγηΐα2
πρεῖγυς
πρεμνιάζω
πρεμνίζω
πρέμνιον
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρέμνος
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
View word page
πρεμνιάζω
πρεμν-ιάζω, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρεμνιάζω
Headword (normalized):
πρεμνιάζω
Headword (normalized/stripped):
πρεμνιαζω
IDX:
86260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρεμν-ιάζω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}