Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραϋτένων
πραΰτης
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πράως
πρείγα
πρειγεία
πρειγευτάς
πρειγεύω
πρειγήϊα1
πρειγηΐα2
πρεῖγυς
πρεμνιάζω
πρεμνίζω
πρέμνιον
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρέμνος
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
View word page
πρειγηΐα2
πρειγ-ηΐα, ,
A). = πρεσβεία , ib. 5075.22 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρειγηΐα2
Headword (normalized):
πρειγηΐα
Headword (normalized/stripped):
πρειγηια2
IDX:
86258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86259
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρειγ-ηΐα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρεσβεία</span> , ib.<span class="bibl"> 5075.22 </span>.</div> </div><br><br>'}