Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτης
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πράως
πρείγα
πρειγεία
πρειγευτάς
πρειγεύω
πρειγήϊα1
πρειγηΐα2
πρεῖγυς
πρεμνιάζω
πρεμνίζω
πρέμνιον
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρέμνος
πρεμνώδης
πρεπόντως
View word page
πρειγήϊα1
πρειγ-ήϊα, τά, Cret.,
A). = πρεσβεῖα , ib. 5040.29 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρειγήϊα1
Headword (normalized):
πρειγήϊα
Headword (normalized/stripped):
πρειγηια1
IDX:
86257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρειγ-ήϊα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, Cret., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρεσβεῖα</span> , ib.<span class="bibl"> 5040.29 </span>.</div> </div><br><br>'}