Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτης
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πράως
πρείγα
πρειγεία
πρειγευτάς
πρειγεύω
πρειγήϊα1
πρειγηΐα2
πρεῖγυς
πρεμνιάζω
πρεμνίζω
πρέμνιον
View word page
πράως
πράως,
A). v. πρᾶος 111 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πράως
Headword (normalized):
πράως
Headword (normalized/stripped):
πραως
IDX:
86252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πράως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρᾶος</span> <span class="bibl"> 111 </span>.</div> </div><br><br>'}