Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτης
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πράως
πρείγα
πρειγεία
πρειγευτάς
πρειγεύω
View word page
πραΰς
πρᾱΰς,
A). v. πρᾶος.


ShortDef

gentle

Debugging

Headword:
πραΰς
Headword (normalized):
πραΰς
Headword (normalized/stripped):
πραυς
IDX:
86246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρᾱΰς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρᾶος.</span> </div> </div><br><br>'}