Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρασώδης
πρατά
πρατέος
πρατεύς
πρατήνιον
πρατήρ
πρατήριον
πράτης
πρατίας
πρατικός
πρατιστεύω
πράτιστος
πρατομηνία
πρατόπαις
πρατοπάμπαις
πρατορεύω
πρατός
πρᾶτος
πράττω
πράτωρ
πραΰγελως
View word page
πρατιστεύω
πρᾱτιστεύω, Dor. for πρωτ-, GDI 3059 (Byzantium).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρατιστεύω
Headword (normalized):
πρατιστεύω
Headword (normalized/stripped):
πρατιστευω
IDX:
86223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρᾱτιστεύω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πρωτ-,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 3059 </span> (Byzantium).</div><br><br>'}