Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρασιανός
πρασίζω
πράσιμος
πρασίμοχθος
πρασινίζω
πρασινοειδής
πράσινος
πρασινώδης
πράσιον
πράσιος
πρασιόω
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
πρασόεις
πρασοκέφαλον
πρασοκουρίς
πρασόκουρον
πράσον
πρασοργη
πρασόσπερμον
View word page
πρασιόω
πρᾰσιόω
,
= πρασιάζω,
Aq.
Jl.
1.20
( Pass.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρασιόω
Headword (normalized):
πρασιόω
Headword (normalized/stripped):
πρασιοω
IDX:
86198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86199
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρᾰσιόω</span>, <span class="foreign greek">= πρασιάζω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jl.</span> 1.20 </span> ( Pass.).</div><br><br>'}