Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πραότης
πραπίδες
Πραράτιος
πρασεά
πρασεῖος
πρασιά
πρασιάζω
πρασιανός
πρασίζω
πράσιμος
πρασίμοχθος
πρασινίζω
πρασινοειδής
πράσινος
πρασινώδης
πράσιον
πράσιος
πρασιόω
πρᾶσις
πρασίτης
πρασοειδής
View word page
πρασίμοχθος
πρασίμοχθος
,
ὁ
,
ἡ
, corrupt in
E.
Fr.
998
(fort.
περισσόμοχθοι
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρασίμοχθος
Headword (normalized):
πρασίμοχθος
Headword (normalized/stripped):
πρασιμοχθος
IDX:
86191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86192
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρασίμοχθος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, corrupt in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 998 </span> (fort. <span class="foreign greek">περισσόμοχθοι</span>).</div><br><br>'}