Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρανόω
πρανώ
πραξείδιον
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
πραόνως
πραοπαθέω
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
Πραράτιος
πρασεά
πρασεῖος
πρασιά
πρασιάζω
πρασιανός
πρασίζω
View word page
πραοπαθέω
πραο-παθέω, etc.,
A). v. πραϋ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πραοπαθέω
Headword (normalized):
πραοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
πραοπαθεω
IDX:
86179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραο-παθέω</span>, etc., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πραϋ-.</span> </div> </div><br><br>'}