Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πράληξ
Πράμνειος
πράμνη
πράμνημα
πράμος
πρᾶν
πρανής
πρανίζω
πρανόν
πρανόω
πρανώ
πραξείδιον
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
πραόνως
πραοπαθέω
πρᾶος
View word page
πρανώ
πρανώ· ἀκρίδος εἶδος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρανώ
Headword (normalized):
πρανώ
Headword (normalized/stripped):
πρανω
IDX:
86170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρανώ·</span> <span class="foreign greek">ἀκρίδος εἶδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}