Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πράκτωρ
πράληξ
Πράμνειος
πράμνη
πράμνημα
πράμος
πρᾶν
πρανής
πρανίζω
πρανόν
πρανόω
πρανώ
πραξείδιον
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
πραόνως
πραοπαθέω
View word page
πρανόω
πρᾱν-όω,
A). = πρανίζω , aor. ἐπράνωσε Id.; cf. πραῖνοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρανόω
Headword (normalized):
πρανόω
Headword (normalized/stripped):
πρανοω
IDX:
86169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρᾱν-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρανίζω</span> , aor. <span class="foreign greek">ἐπράνωσε</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">πραῖνοι.</span> </div> </div><br><br>'}