Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρακτύς
πράκτωρ
πράληξ
Πράμνειος
πράμνη
πράμνημα
πράμος
πρᾶν
πρανής
πρανίζω
πρανόν
πρανόω
πρανώ
πραξείδιον
Πραξιδίκη
πραξιεργίας
πραξικοπέω
Πραξίλλειον
πράξιμος
πρᾶξις
πραόνως
View word page
πρανόν
πρᾱν-όν· τὸ κατωφερές, πρανές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρανόν
Headword (normalized):
πρανόν
Headword (normalized/stripped):
πρανον
IDX:
86168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρᾱν-όν·</span> <span class="foreign greek">τὸ κατωφερές, πρανές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}